καταδικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
(με την προσ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.) εντελώς δικός μου, κτήμα μου («το σπίτι είναι καταδικό μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κτητ. αντων. δικός, -ή, -ό].