-ή, -ό(με την προσ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.) εντελώς δικός μου, κτήμα μου («το σπίτι είναι καταδικό μου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κτητ. αντων. δικός, -ή, -ό].