καταείνυον
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. Act. de καταέννυμι.
Greek Monotonic
καταείνυον: Επικ. παρατ. του κατα-έννυμι.
Russian (Dvoretsky)
καταείνῠον: эп. 3 л. pl. impf. к καταέννυμι.
3ᵉ pl. impf. Act. de καταέννυμι.
καταείνυον: Επικ. παρατ. του κατα-έννυμι.
καταείνῠον: эп. 3 л. pl. impf. к καταέννυμι.