κατακέντημα

English (LSJ)

-ατος, τό, puncture, Pl.Ti. 76b.

German (Pape)

[Seite 1352] τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] gat.

Russian (Dvoretsky)

κατακέντημα: ατος τό прокол(ы), отверстия Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κατακέντημα: τό, στῖξις, στῖγμα, σημεῖον, ἡ ὀπὴ ἡ σχηματισθεῖσα ἐκ τοῦ κεντήματος, Πλάτ. Τίμ. 76Β.

Greek Monolingual

κατακέντημα, τὸ (Α) κατακεντώ
η τρύπα που σχηματίζεται από το κέντημα.