κατακεντώ

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source

Greek Monolingual

κατακεντῶ, -έω (AM)
μσν.
1. κατατρυπώ
2. παθ. κατακεντοῦμαι, -έομαι
υποφέρω
αρχ.
1. διατρυπώ
2. κατατοξεύω
3. ερεθίζω, ενοχλώ
4. παθ. πλήττομαι με μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεντῶ «νύσσω, κεντρίζω»].