κατακέφαλος
Greek Monolingual
ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)
νεοελλ.
κατακεφαλιά
μσν.
αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγκέφαλος, προκέφαλος.
ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)
νεοελλ.
κατακεφαλιά
μσν.
αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγκέφαλος, προκέφαλος.