κατακαγχάζω
English (LSJ)
laugh aloud at, τινος AP5.215.6 (Agath.), cf. Anon. ap.Suid. s.v. ἀνατεινάμενος.
German (Pape)
[Seite 1351] laut verlachen, τινός, Agath. 4 (V, 216).
French (Bailly abrégé)
rire aux éclats, τινος de qch.
Étymologie: κατά, καγχάζω.
Russian (Dvoretsky)
κατακαγχάζω: громко смеяться, хохотать, осмеивать (τῶν οἰκτροτάτων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακαγχάζω: μετὰ καγχασμοῦ ἢ δυνατοῦ γέλωτος χλευάζω τινά, γελῶ μεγαλοφώνως πρὸς τι, τινος Ἀνθ. Π. 2. 216, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κατακαγχάζω (Α)
χλευάζω κάποιον με καγχασμό ή με δυνατό γέλιο, γελώ μεγαλόφωνα.
Greek Monotonic
κατακαγχάζω: μέλ. -σω, χλευάζω κάποιον, τινός, σε Ανθ.