κατακρουστικός

English (LSJ)

κατακρουστική, κατακρουστικόν, exercising downward pressure, οἶνος Arist.Pr.873b26.

German (Pape)

[Seite 1357] ή, όν, zum Herab-, Zurückstoßen geeignet, niederschlagend, οἶνος, ein Wein, der die Hitze eines andern niederschlägt, dämpft, Gegensatz ἐπιπολαστικός, Arist. probl. 3, 18.

Russian (Dvoretsky)

κατακρουστικός: обладающий силой отталкивания, противодействующий: ὁ οἶνος κ. Arst. вино, уничтожающее действие другого вина.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρουστικός: -ή, -όν, καταπιέζων ἢ ὠθῶν ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ κάτω, κατ. ὁ οἶνος, ἀντιδρῶν πρὸς τὴν θέρμην ἑτέρου, ὁ καταβάλλων τὴν ἐπιπολάζουσαν καὶ ἀναθυμιῶσαν θερμότητα καὶ ὀσμὴν ἄλλου οἴνου, ἀντίθ., οἶνος ἐπιπολαστικὸς Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1, διὰ καὶ ἐν 3. 24, κατάκρουσις τῆς ἐπιπολῆς τοῦ θερμοῦ.

Greek Monolingual

κατακρουστικός, -ή, -όν (Α)
κατακρούω
1. αυτός που χτυπά κάτι και το πιέζει προς τα κάτω
2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου.