καταλίπαρος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A very greasy, (κηροῦ) τὸ κ. Dsc.2.83.
II v. κατάλυπρος.
Greek Monolingual
καταλίπαρος, -ον (Α)
πολύ λιπαρός, λιγδιασμένος.
[ῐ], ον,
A very greasy, (κηροῦ) τὸ κ. Dsc.2.83.
II v. κατάλυπρος.
καταλίπαρος, -ον (Α)
πολύ λιπαρός, λιγδιασμένος.