κατάλυπρος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλυπρος Medium diacritics: κατάλυπρος Low diacritics: κατάλυπρος Capitals: ΚΑΤΑΛΥΠΡΟΣ
Transliteration A: katálypros Transliteration B: katalypros Transliteration C: katalypros Beta Code: kata/lupros

English (LSJ)

κατάλυπρον, sad, ὄμμα κ., στίλβον, dub. in Herod.Med.inRh.Mus.58.96 (v.l. ὄμματα καταλίπαρα).

Greek Monolingual

κατάλυπρος, -ον (Α)
πολύ λυπηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].