καταμύνω

English (LSJ)

[ῡ], ward off, βίαν prob.inPCair.Preis.4.17 (iv A. D.):—Med., avenge oneself, dub. in Ael.NA5.11.

Greek Monolingual

καταμύνω (Α)
αποκρούω
2. μέσ. καταμύνομαι
εκδικούμαι κάποιον αμυνόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀμύνω.