καταναυμαχέω
English (LSJ)
conquer in a sea-fight, beat at sea, βασιλέα And.3.5, cf. D.20.68, X.HG7.1.10, Din.1.75, TAM2(1).265 (Xanthos):—Pass., ὑπὸ τῆς βασιλέως δυνάμεως Isoc.12.105, cf. Luc.Hist.Conscr.38.
German (Pape)
[Seite 1365] in einer Seeschlacht, zur See besiegen, τινά, Andoc. 3, 5; Isocr. 4, 154; τριήρεις Din. 1, 75; καταναυμαχηθέντες ὑπό τινος Isocr. 12, 105; Luc. conscr. hist. 38.
French (Bailly abrégé)
καταναυμαχῶ :
vaincre dans un combat naval.
Étymologie: κατά, ναυμαχέω.
Russian (Dvoretsky)
καταναυμᾰχέω: побеждать в морском сражении (τινα Isocr.; βασιλικὸν στόλον Plut.); pass. терпеть поражение в морском бою (ὑπό τινος Isocr.; ἐν Ἀργινούσαις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταναυμᾰχέω: νικῶ ἐν ναυμαχίᾳ τινά, κατανικῶ, καταβάλλω τινὰ ἐν ναυμαχίᾳ, ναυκρατῶ, βασιλέα Ἀνδοκ. 24, 6, πρβλ. Δημ. 477. 20, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4269b¹.― Παθ., ἡττῶμαι ἐν ναυμαχίᾳ καταναυμαχηθέντες ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ βασιλέως Ἰσοκρ. 254D, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 38, ὅπου γίνεται δῆλον, ὅτι οἱ καταναυμαχούμενοι ἢ καταδύονται ὑπὸ τοῦ νικητοῦ ἢ φεύγουσι διωκόμενοι.
Greek Monotonic
καταναυμᾰχέω: μέλ. -ήσω, νικώ, υπερισχύω σε ναυμαχία, σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., νικιέμαι σε ναυμαχία, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to conquer in a sea-fight, Xen., etc.:—Pass. to be so conquered, Luc.