καταντία
English (LSJ)
ἡ,
A hanging downwards, Hp.Off.3.
II καταντία, v. καταντίον.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.
French (Bailly abrégé)
2adv.
en face, vis-à-vis.
Étymologie: καταντίος, sel. d'autres κατ' ἀντία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταντία -ας, ἡ [κατάντης] hellende stand. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καταντία: adv. Agesianax ap. Plut. = καταντίον II.
Greek (Liddell-Scott)
καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.
Greek Monolingual
καταντία, ἡ (Α) κατάντης
1. το κρέμασμα προς τα κάτω
2. (ως επίρρ.) καταντίον («πόντου καταντία κυμαίνοντος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α)- + ἀντία, θηλ. του ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. < ἀντίος.