καταπτίσσω

English (LSJ)

grind to powder, Plu.2.449e, Nic.Dam.118J.

German (Pape)

[Seite 1373] zerstoßen, zermalmen; neben κατακόπτω Plut. da virt. mor. 10; Stob. fl. 123, 12.

French (Bailly abrégé)

piler.
Étymologie: κατά, πτίσσω.

Russian (Dvoretsky)

καταπτίσσω: толочь, растирать в порошок, перемалывать (ὑπέροις σιδηροῖς τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπτίσσω: καὶ καταπτίττω, κατατρίβω εἰς κόνιν ἐν τῷ ἰγδίῳ ἢ ἐν τῇ μύλῃ, ὑπέροις σιδηροῖς κατέπτισσε καὶ κατέκοπτεν ἐκεῖνον, κατακοπανίζω, Πλούτ. 2. 449Ε· ἐν ὅλμῳ τὰ ὀστᾶ κ. Νικο. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 20∙ καὶ ὁ παθ. πρκμ. κατέπτισμαι.

Greek Monolingual

καταπτίσσω και αττ. τ. καταπτίττω (Α)
αποφλοιώνω κάτι εντελώς, ξελεπίζω με κοπάνισμα ή άλεσμα, χοντροκόβω, χοντροαλέθω, κατατρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πτίσσω «αλέθω, αποφλοιώνω»].