καταπύκνωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A condensation (v. καταπυκνόω ΙΙ), τοῦ ἡδομένου densification, solidification of pleasure by filling in unoccupied gaps in time and completing the penetration of the organism, Epicur.Fr.432: pl., Dam.Pr.354.
2 in Music, close packing of the intervals in a scale, Aristox.Harm.p.7 M., Nicom.Harm.11.

German (Pape)

[Seite 1373] ἡ, Verstärkung, Verdichtung, Häufung, Nicom. harmon. u. a. Sp., Alciphr. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

καταπύκνωσις: -εως, ἡ, συμπύκνωσις (ἴδε καταπυκνόω ΙΙ), τοῦ ἡδομένου, καταπεπυκνωμένη ἡδονή, Ἀλκίφρων 3. 35. 2) ἐν τῇ μουσικῇ (πρβλ. πύκνωμα ΙΙΙ), Ἀριστόξ. σ. 28, Νικόμ., κλ.