πύκνωμα

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύκνωμα Medium diacritics: πύκνωμα Low diacritics: πύκνωμα Capitals: ΠΥΚΝΩΜΑ
Transliteration A: pýknōma Transliteration B: pyknōma Transliteration C: pyknoma Beta Code: pu/knwma

English (LSJ)

πυκνώματος, τό,
A thick cloth, A.Supp.235 (nisi leg. ἀμπυκώμασι).
II dense mass, concentration, Epicur.Ep.1p.4U., al.; crowded detail, π. στερέμνιον Phld.D.3.11; compression, Sor.2.41; close order, τὸ π. τῶν πολεμίων J.BJ6.1.3; τῶν σαρισῶν Plu.Aem.20, cf.Phil.9.
2 close planting or growth, τῶν κυάμων Str.17.1.15; τῶν δένδρων, τῶν ὄζων, Alciphr.3.37,55; τῶν τριχῶν ib.66, etc.
3 in plural, = πυκνόν (v. πυκνός ΙΙΙ.2), Pl.R. 531a.

German (Pape)

[Seite 816] τό, das, was dicht oder fest macht, das Dichtumgebende, die Kleidung; πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα, Aesch. Suppl. 232; – τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν, Alciphr. 3, 65; σαρισσῶν, Plut. Aem. P. 20; der Schlachtordnung, Pelop. 9. – In der Musik = τὸ πυκνόν, Plat. Rep. VII, 531 a.

French (Bailly abrégé)

πυκνώματος (τό) :
1 vêtement épais;
2 masse compacte (de lances).
Étymologie: πυκνόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύκνωμα, πυκνώματος, τό πυκνόω compacte massa:. πύκνωμα τῶν σαρισῶν compacte massa van lansen Plut. Aem. 20.6. muz. (vgl. πυκνός, πυκνότης) als techn. term. πυκνώματα = ‘verdichte intervallen’ (minimale intervallen) Plat. Resp. 531a.

Russian (Dvoretsky)

πύκνωμα: πυκνώματος, τό
1) плотная масса (τῶν σαρισσῶν Plut.);
2) плотность, сомкнутость (τῆς τάξεως Plut.);
3) плотная одежда (πέπλοι καὶ πυκνώματα Aesch.);
4) муз. (быстрый) пассаж или аккорд Plat.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πυκνῶ
1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.)
2. συμπύκνωση, σύμπτυξη
αρχ.
1. πυκνό ύφασμα, πίλημα
2. συμπίεση, σύνθλιψη
3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα
μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή συνεχώς επαναλαμβανόμενοι φθόγγοι.

Greek Monotonic

πύκνωμα: πυκνώματος, τό,
1. πυκνό ένδυμα ή εξοπλισμός, σε Πλούτ.
2. στον πληθ., συμπυκνωμένοι φθόγγοι ή επαναλαμβανόμενοι φθόγγοι, στη μουσική, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πύκνωμα: τό, πίλημα, πυκνὸν ὕφασμα (πρβλ. σπάθημα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 235. ΙΙ. συμπύκνωσις, τῶν σαρισσῶν Πλουτ. Αἰμίλ. 20, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Φιλοπ. 9· πυκνότης, τῶν κυάμων Στράβ. 800· τῶν δένδρων, τῶν ὄζων Ἀλκίφρων 3. 37, 55· τῶν τριχῶν αὐτόθι 66, κτλ. 2) ἐν τῷ πληθ., συμπεπυκνωμένοι ἢ πολλαπλοῖ φθόγγοι ἢ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενοι φθόγγοι ἐν μουσικῇ, Πλάτ. Πολ. 531Α· πρβλ. frequentamenta παρὰ Gell. 1. 11, 12.

Middle Liddell

πύκνωμα, πυκνώματος, τό, [from πυκνόω
1. close order or array, Plut.
2. in plural combined notes, or recurrent notes, in music, Plat.