καταστάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,
A establisher, restorer, δόμων S.El.72.
2 in dual, καταστάτω (Elean), as official title, Schwyzer 418.13 (Olympia).

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. εὐτρεπιστής.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui rétablit, qui restaure.
Étymologie: καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστάτης -ου, ὁ [καθίστημι] stichter.

Russian (Dvoretsky)

καταστάτης: ου (στᾰ) ὁ восстановитель или устроитель (δόμων Soph.).

Greek Monolingual

καταστάτης, ὁ (Α) καθίστημι
αυτός που επανορθώνει.

Greek Monotonic

καταστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (καθίστημι), ιδρυτής, θεμελιωτής, επανορθωτής, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ θεμελιωτής, ἱδρυτής, ἐπανορθωτής, κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.

Middle Liddell

κᾰταστάτης, ου, καθίστημι
an establisher, restorer, Soph.