εὐτρεπιστής

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρεπιστής Medium diacritics: εὐτρεπιστής Low diacritics: ευτρεπιστής Capitals: ΕΥΤΡΕΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: eutrepistḗs Transliteration B: eutrepistēs Transliteration C: eftrepistis Beta Code: eu)trepisth/s

English (LSJ)

εὐτρεπιστοῦ, ὁ, one who gets ready, Sch.rec.S.El.72.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεπιστής: -οῦ, ὁ, ἑτοιμάζων, παρασκευάζων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 72.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευτρεπίστρια (Α εὐτρεπιστής) ευτρεπίζω
αυτός που ευτρεπίζει, που τακτοποιεί, που παρασκευάζει, ο ευπρεπιστής
νεοελλ.
η ευτρεπίστρια
η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τον ευτρεπισμό, το συγύρισμα, τον καθαρισμό σπιτιών, γραφείων, καταστημάτων και άλλων χώρων, η καθαρίστρια, η παραδουλεύτρα, η οικιακή βοηθός.

German (Pape)

ὁ, der Anordner, Schol. Soph. El. 72.