καταστέγασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, covering, τῆς ὀροφῆς Hdt.2.155.

German (Pape)

[Seite 1381] τό, die Bedachung, Decke, τῆς ὀροφῆς Her. 2, 155.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
couverture, toit, abri.
Étymologie: καταστεγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστέγασμα -ματος, τό [καταστεγάζω] bedekking:. τῆς ὀροφῆς dakbedekking Hdt. 2.155.3.

Russian (Dvoretsky)

καταστέγασμα: ατος τό покрытие: τὸ καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Her. кровельный материал, кровля.

Greek (Liddell-Scott)

καταστέγασμα: τό, σκέπασμα, στέγη, κάλυμμα, τῆς ὀροφῆς Ἡρόδ. 2. 155.

Greek Monolingual

καταστέγασμα, τὸ (Α) καταστεγάζω
κάλυμμα, σκέπασμα, στέγη.

Greek Monotonic

καταστέγασμα: -ατος, τό, σκέπασμα, στέγη, κάλυμμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

καταστέγασμα, ατος, τό, [from καταστεγάζω
a covering, Hdt.