καταστενοχωρώ

Greek Monolingual

και καταστεναχωρώ (Α καταστενοχωρῶ, -έω)
νεοελλ.
στενοχωρώ κάποιον πάρα πολύ
αρχ.
οδηγώ κάποιον σε στενοχωρία, σε στενό χώρο.