κατασφάττω

English (LSJ)

later for κατασφάζω.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατασφάζω.

English (Strong)

from κατά and σφάζω; to kill down, i.e. slaughter: slay.

Greek Monolingual

κατασφάττω (Μ)
βλ. κατασφάζω.

German (Pape)

κατασφάζω, kommt aber im praes. schwerlich vor.

Russian (Dvoretsky)

κατασφάττω: атт. = κατασφάζω.

Chinese

原文音譯:katasf£ttw, (katasf£zw) 卡他-士法拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-殺
字義溯源:殺掉,殺了,屠殺;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σφάζω)*=宰,宰殺)組成。比較 (θύω / ἐπιθύω)同源字, (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 殺了(1) 路19:27