κατασώχω
English (LSJ)
rub in pieces, pound, κ. περὶ λίθον τρηχὺν τῆς κυπαρίσσου pieces of cypress-wood, Hdt.4.75.
French (Bailly abrégé)
broyer, user en frottant.
Étymologie: κατά, σώχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασώχω [κατά, σώχω: wrijven] fijnwrijven:. κ. τῆς κυπαρίσσου stukken cypressenhout (gen. partit.) fijnwrijven Hdt. 4.75.3.
German (Pape)
zerreiben, Her. 4.75.
Russian (Dvoretsky)
κατασώχω: растирать, перетирать: κ. περὶ λίθον τῆς κυπαρίσσου Her. растирать на камне куски кипарисового дерева.
Greek (Liddell-Scott)
κατασώχω: τρίβω εἰς τεμάχια μικρά, κ. περὶ λίθον τρηχὺν κυπαρίσσου, τεμάχια ξύλου ἐκ κυπαρίσσου, και τὸ κατασωχόμενον τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσεται πᾶν τὸ σῶμα Ἡρόδ. 4. 75· πρβλ. ψώχειν = ψῆν.
Greek Monolingual
κατασώχω (Α)
κατατρίβω, τρίβω σε μικρά κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σώχω «τρίβω»].