καταφυγγάνω
English (LSJ)
= καταφεύγω, Hdt.6.16, Aeschin.3.208, PCair.Zen.495.10 (iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. καταφεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφυγγάνω [~ καταφεύγω] vluchten.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
καταφυγγάνω: Her., Aeschin. = καταφεύγω.
Greek Monolingual
καταφυγγάνω (Α)
καταφεύγω, βρίσκω καταφύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυγγάνω «φεύγω»].
Greek Monotonic
καταφυγγάνω: = καταφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
καταφυγγάνω: καταφεύγω, Ἡρόδ. 6. 16, Αἰσχίν. 83. 39.
Middle Liddell
= καταφεύγω, Hdt., Aeschin.]