φυγγάνω
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
collat. form of φεύγω, A.Pr.513, S.El.132 (lyr.), Hp. Int.12:—the compounds with ἀποφυγγάνω, διαφυγγάνω, ἐκφυγγάνω, καταφυγγάνω occur in Prose.
German (Pape)
[Seite 1312] Nebenform von φεύγω; ὧδε δεσμὰ φυγγάνω Aesch. Prom. 511; Soph. El. 130.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
φυγγάνω: бежать, убегать, избегать (φ. τι или τινά Aesch., Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φυγγάνω: ἰσοδύν. τύπος τοῦ φεύγω, Αἰσχύλου Πρ. 513, Σοφ. Ἠλ. 132, Ἱππ. 537. 50· ― τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθ. ἀπο-, ἐκ-, δια-, κατα-, ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς πεζολόγοις.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φυγ-γ-άνω έχει σχηματιστεί από το θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω με έρρινο επένθημα (με αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό κατά τα ζεύγη πυ-ν-θάνομαι: ἔπυθον, λι-μ-πάνω: ἔλιπον, όπου το έρρινο ένθημα είναι αρχ.) και ρηματ. κατάλ. -άνω, που δηλώνει το τέλος της ενέργειας (πρβλ. μανθάνω). Η σύνδεση του ρ. φυγγάνω με το αβεστ. bunjainti «σώζουν, ελευθερώνουν», που εμφανίζει έρρινο -n-, παρά τις μορφολογικές ομοιότητες τών τ., προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. λ. φεύγω)].
Greek Monotonic
φυγγάνω: ισοδ. τύπος του φεύγω, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
φυγγάνω, [collat. form of φεύγω, Aesch., Soph.]
Translations
run away
Arabic: هَرَبَ; Catalan: fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃跑; Czech: utéct; Dutch: vluchten, weglopen; Esperanto: forkuri; Finnish: juosta pakoon; French: s'enfuir; Friulian: fuî, scjampâ; German: wegrennen, davonlaufen; Ancient Greek: ἀλύσκω, ἀναδιδράσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἀποθέω, ἀποσεύω, ἀποτράχω, ἀποτρέχω, αὐτομολεῖν, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διδράσκω, διδρήσκω, δίω, δραπετεύειν, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκτρέχω, ἐκφέρω, ἐκφεύγω, παρασείω, ὑπεκφεύγω, φεύγειν, φεύγω; Hebrew: בָּרַח; Ido: fugar; Italian: scappare, fuggire; Japanese: 逃げる, 逃走する; Kabuverdianu: fuji; Kabyle: rwel; Latin: fugio; Ngazidja Comorian: utrawa; Norwegian: stikke av; Persian: فرار کردن; Polish: uciekać; Portuguese: fugir; Romanian: fugi, scăpa; Russian: убегать, убежать; Sanskrit: नश्यति, सिसर्ति; Spanish: huir; Swedish: springa iväg; Telugu: పారిపోవు; Walloon: cori evoye
escape
Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן