καταφεύγω

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφεύγω Medium diacritics: καταφεύγω Low diacritics: καταφεύγω Capitals: ΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: katapheúgō Transliteration B: katapheugō Transliteration C: katafeygo Beta Code: katafeu/gw

English (LSJ)

A fut. -φεύξομαι D.8.41:—flee for refuge, ἐς τὸ [ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145; ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46: c. acc., οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911 (troch.); καταπεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in... Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποιX.Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him, ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23; εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149; ἐπί τινα D.18.19, etc.; πρὸς ὑμᾶς Id.8.41; παρ' ἡμῖν Isoc.12.194.
2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from... Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.
3 have recourse, εἰς ἔλεον Antipho 3.2.2; εἰς σωτηρίαν Id.2.4.1; εἰς τοὺς λόγους Pl.Phd. 99e, cf. 76e; εἰς ὅρκον Arist.Rh.Al.1432a38; ἐπὶ τὰς μηχανάς Pl.Cra.425d; ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.EN1132a20; ἐπὶ τὸν λόγον ib.1105b13; ἐπὶ Καρχηδονίους Plb.1.10.1, cf. Plu.Cam.7; πρὸς θεῶν εὐχάς Pl.Phdr.244e; ὥς τινας Plb.24.10.11: c. dat., τῇ μητρί Ctes.Fr.29.57.
4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to... D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν… Phld. D.3.8.

French (Bailly abrégé)

1 se réfugier : εἰς τόπον HDT, ἐπὶ τόπον HDT dans un lieu ; ἐν τόπῳ καταπεφευγέναι XÉN avoir cherché un refuge dans un lieu ; εἴς τινα, πρός τινα, ἐπί τινα, παρά τινα se réfugier auprès de qqn;
2 fig. avoir recours : εἰς τοὺς λόγους PLAT aux discours.
Étymologie: κατά, φεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φεύγω (ergens heen) vluchten, zijn toevlucht zoeken:. ἐπὶ Διὸς βωμόν bij het altaar van Zeus Hdt. 5.46.2; ἐν τούτῳ που τόπῳ καταπεφευγέναι op die plaats ergens zijn toevlucht gevonden hebben Plat. Sph. 260c. zijn toevlucht nemen tot:. εἰς τοὺς λόγους zijn toevlucht nemen tot de argumenten Plat. Phaed. 99e; ἐπὶ τὸν δικαστήν tot de rechter Aristot. EN 1132a 20.

German (Pape)

(φεύγω), hinab-, hineinfliehen, seine Zuflucht wohin nehmen; οὐκ ἔχω βωμὸν καταφυγεῖν ἄλλον ἢ τὸ σὸν γόνυ Eur. I.A. 911; häufig in Prosa, ἐς τὸ ἱρόν Her. 2.113, ἐπὶ Διὸς βωμόν 5.46, εἰς τὸ τεῖχος Plat. Legg. VI.778e; αἱ νῆες ἐς τὸν Πειραιᾶ κατέφυγον Xen. Hell. 5.1.9; auch πρὸς θεῶν εὐχάς, Plat. Phaedr. 244e; εἰς τὸν ἔλεον Antiph. 3 β 2; Sp.; beim perf. auch mit ἐν, z.B. ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ καταπεφευγέναι Plat. Soph. 260c; vgl. Xen. Hell. 4.5.5; ὅποι Mem. 3.8.10; ἐνταῦθα Isocr. 4.30; adj. verb. καταφευκτέον, Luc. Pisc. 3.

Russian (Dvoretsky)

καταφεύγω:
1 убегать, бежать (ἐκ τῆς μάχης Her.);
2 убегать, искать убежища (ἐς τὸ ἱρόν, ἐπὶ Διὸς βωμόν Her.; βωμόν Eur.; ἐς τὸν Πειραιᾶ Xen.; εἰς τὸ τεῖχος Plat.);
3 прибегать, обращаться (πρὸς θεῶν εὐχάς, εἰς τοὺς λόγους, ἐπὶ τὰς μηχανάς Plat.; ἐπὶ τὸν δικαστήν Arst.; εἰς ἀλλοτρίαν πίστιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω πρὸς τὰ κάτω, κυρίως εἰς τόπον ἀσφαλῆ ἵνα σωθῶ ἐκ κινδύνου, ὅπως λ. χ. εἶνε τὰ τείχη ἐν σχέσει πρὸς τὴν χώραν ἢ οἱ λιμένες ὡς πρὸς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος, ἢ φεύγων πίπτω εἰς τὰ γόνατα ζητῶν τὴν προστασίαν τοῦ θεοῦ ἢ ἰσχυροῦ τινος ἀνθρώπου, ἐς τὸ ἱρὸν Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 1. 145· ἐπὶ Διὸς βωμὸν 5. 46· καὶ μετ’ αἰτ., βωμὸν τὸ σὸν γόνυ κ. Εὐρ. Ι. Α. 911· ὡσαύτως, κ. ἐν τόπῳ, φεύγω καὶ εἰσελθὼν ὡς εἰς καταφύγιον μένω ἐν αὐτῷ· ἰδίως ὁ πρκμ., Πλάτ. Σοφιστ. 260C· ἐν τῷ Ἡραίῳ καταπεφευγότες Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 5· οὕτως, ἐνθάδε κ. Ἰσοκρ. 501C· ὅποι… Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10·- κ. εἴς τινα, ἔρχομαι πρός τινα πρὸς εὕρεσιν προστασίας, ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Ἡρόδ. 4. 23· Κόνων ἔφευγε… καὶ καταφεύγει εἰς Μυτιλήνην Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16· πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 20· ἐς τὸ τεῖχος κ. Πλάτ. Νόμ. 6. 778Ε· ἐπί τινα Δημ. 231. 17, κτλ.· πρός τινα ὁ αὐτ. 100. 4· πολλοὶ ὑβριζόμενοι κατέφευγον πρὸς ἐκείνους Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 72· παρά τινα Ἰσοκρ. 273F· ὥς τινα κ. Πολύβ. 26. 3, 11· καὶ μετὰ δοτ. προσώπ., κ. τῇ μητρὶ Κτησίας Περσ. κ. 56. 2) ἐκ τῆς μάχης κ., ἐκφεύγω, φεύγων σῴζομαι, διαφεύγω ἐκ…, Ἡρόδ. 6. 75· ἀπολ., ἄνω μάλ’ εἶσι καταφυγὼν (δηλ. ὁ ἀτμὸς) Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 1. 17. 3) ἔχω ὡς καταφύγιον, εἰς ἔλεον Ἀντιφῶν 121. 19· πρβλ. 119, 25· εἰς τοὺς λόγους Πλάτ. Φαίδων 99Ε. πρβλ 76Ε· ἐπὶ τὰς μηχανὰς οἱ τραγῳδιοποιοί κ., δηλ. τὸν ἀπὸ μηχανῆς θεὸν πρὸς λύσιν τῆς περιπλεχθείσης τραγ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατύλῳ 425D· ἐπὶ τὸν δικαστὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 6, πρβλ. 2. 4, 6· πρὸς θεῶν, εὐχὰς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244Ε. 4) εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα, εἰς ἐπιχειρήματα καὶ τεκμήρια ἐξαγόμενα ἐκ τῆς χρηστότητος τοῦ βίου του, Δημ. 793. 1· καταφεύξεται εἰς τὸν ἑαυτοῦ βίον ὡς μέτριον καὶ σώφρονα αὐτόθι 11.

English (Strong)

from κατά and φεύγω; to flee down (away): flee.

English (Thayer)

2nd aorist κατέφυγον; (from Herodotus down); to flee away, flee for refuge: followed by εἰς with the accusative of place, οἱ καταφυγόντες, we who (cf. Buttmann, § 144,9c.) have fled from namely, the irreligious mass of mankind, followed by an infinitive of purpose, Hebrews 6:18; cf. Delitzsch at the passage.

Greek Monolingual

(AM καταφεύγω)
πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο
νεοελλ.
προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα
αρχ.
1. (για υγρά) εξατμίζομαι, εξαερώνομαι
2. ξεφεύγω
3. ανατρέχω
4. επικαλούμαι κάτι
5. ξεφεύγω, διαφεύγω από κάπου, σώζομαι φεύγοντας από κάπου.

Greek Monotonic

καταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. δραπετεύω, καταφεύγω για ασφάλεια, αναζητώ καταφύγιο, σε Ηρόδ.· με αιτ., κ. βωμόν, προσφεύγω για καταφύγιο στον βωμό, σε Ευρ.· κ. ἐντόπῳ, καταφεύγω και παίρνω άσυλο σ' ένα μέρος, σε Ξεν.· τρέπομαι σε φυγή για να προστατευθώ, ὃς ἂν καταφυγῇ ἐς τούτους, σε Ηρόδ.· ομοίως, κ. ἐπί τινα, πρός τινα, σε Δημ.
2. ἐκ τῆς μάχης κ., δραπετεύω από..., σε Ηρόδ.
3. έχω ως καταφύγιο, εἰς τοὺς λόγους, σε Πλάτ.· ἐπὶ τὸν δικαστήν, σε Αριστ.
4. εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα, επικαλούμαι, καταφεύγω σε, προσφεύγω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
1. to flee for refuge, Hdt.; c. acc., κ. βωμόν to flee for refuge to the altar, Eur.; κ. ἐν τόπῳ to flee and take refuge in a place, Xen.; to flee for protection, ὃς ἂν καταφυγῇ ἐς τούτους Hdt.; so, κ. ἐπί τινα, πρός τινα Dem.
2. ἐκ τῆς μάχης κ. to escape from…, Hdt.
3. to have recourse to, εἰς τοὺς λόγους Plat.; ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.
4. εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα to fall back upon, appeal to, Dem.

Chinese

原文音譯:katafeÚgw 卡他-肺哥
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-逃
字義溯源:逃去,逃避,逃,逃往避難所;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(φεύγω)*=逃避)組成。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 我們⋯逃往避難所(1) 來6:18;
2) 他們⋯就逃(1) 徒14:6

Lexicon Thucydideum

confugere, to take refuge, 1.62.6, 1.89.2, 1.104.2,
II. 1.79.7.3.34.2. 3.70.6. 3.71.2, 3.72.3. 3.98.3, 3.113.1. 3.114.2, 4.14.1, 4.46.2, 4.54.2, [nonnulli codd. several manuscripts κατέφευγον] 4.68.3. 4.96.4. 4.104.1. 4.113.2. 4.113.3. 4.114.1. 4.114.4. 4.130.6. 5.60.6, 6.100.2. 6.102.1, 7.23.2, 8.19.3. 8.34.1, 8.34.18.42.4. 8.84.3, 8.95.6. 8.103.3. 8.106.1, [vulgo commonly πύδιον]