καταψήφισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, voting against, condemnation, Antipho 1.3, D.C.36.38 (pl.):—also καταψηφισμός, ὁ, Poll.8.149.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
décret de condamnation.
Étymologie: καταψηφίζω.
German (Pape)
ἡ, die Verurteilung; Antiph. 1.3; DC. 36.21.
Greek Monolingual
η (Α καταψήφισις) καταψηφίζω
αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη
αρχ.
καταδίκη.
Greek (Liddell-Scott)
καταψήφῐσις: -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν ἐναντίον τινός, καταδίκη, Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, Πολυδ. Η', 149.