καταψιλόω

English (LSJ)

strip bare, in Pass., D.S.20.96.

Greek (Liddell-Scott)

καταψῑλόω: κάμνω τι ἐντελῶς ψιλόν, γυμνόν, φαλακρόν, ἐντελῶς γυμνώνω, Κύριλλ.·- Παθ., Διόδ. 20. 96.

Russian (Dvoretsky)

καταψῑλόω: обнажать, оголять (τόπος καταψιλωθείς Diod.).

German (Pape)

[ῑ], ganz nackt od. kahl machen, Hesych.; καταψιλωθέντος τοῦ τόπου DS. 20.96.