κατείλλω

German (Pape)

[Seite 1394] = κατειλέω, Hippocr., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κατείλλω: κατειλέω· ἴδε κατιλλαίνω.

Greek Monolingual

κατείλλω (Α)
βλ. κατειλώ.