κατειλώ

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

κατειλῶ, -έω και κατείλλω και κατίλλω (Α)
1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.)
2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.)
3. διπλώνω, συμπτύσσω
4. παθ. επιγρ.
συναθροίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλῶ «συγκλείω, στριμώχνω»].