κατεγνυπωμένως

English (LSJ)

Adv., v. καταγνυπόομαι.

German (Pape)

[Seite 1393] feig, Menand. bei Phot. Vgl. καταγνυπόω.

Russian (Dvoretsky)

κατεγνυπωμένως: adv. трусливо, малодушно Men.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγνῡπωμένως: Ἐπίρρ. ἴδε ἐν λ. καταγνυπόω, νωθρῶς, ἀνάνδρως.

Greek Monolingual

κατεγνυπωμένως (Α)
επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)- + -γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές του γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου γνυπτεῖν
ἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοι
ἐκτεταμένοι, δειλοί].