καταγνυπόομαι
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
Pass., to be weak, in pf. Pass. κατεγνυπῶσθαι, Hsch., EM236.40; κατεγνυπωμένον cj. in Plu.2.753c. Adv. κατεγνυπωμένως lazily, Men.1020; cf. γνύπετος.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être faible LSJ.
Étymologie: κατά, γνυπόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
καταγνῡπόομαι: ἐν τῷ Παθ. πρκμ. κατεγνυπῶσθαι· «ὁτὲ μὲν ἁβρῶς διαιτᾶσθαι καὶ τρυφᾶν, ὁτὲ δὲ κατηφῆ εἶναι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. 236. 40· Ἐπίρρ. κατεγνυπωμένως, νωθρῶς, ἀνάνδρως, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 361 (Φώτιος)· πρβλ. καταγρυπόω καὶ ἴδε γνυπετός.
Russian (Dvoretsky)
καταγνῡπόομαι: быть слабым; только part. pf. pass. κατεγνυπωμένος слабый, бессильный (Plut. - v.l. κατεγρυπωμένος).