καταγνυπόω
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
German (Pape)
[Seite 1343] entkräften, schwächen, VLL. S. κατεγνυπωμένος u. καταγρυπόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renfrogner.
Étymologie: κατά, γνυπόω.