κατεγνωσμένος

Greek Monolingual

κατεγνωσμένος, -η, -ον (AM)
μσν.
αβάσιμος
αρχ.
βλ. καταγιγνώσκω.
επίρρ...
κατεγνωσμένως (Α)
με τρόπο αξιόμεμπτο, επίμεμπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του παθ. παρακμ. κατ-έ-γνωσ-μαι του κατα-γινώσκω].