κατειλυσπάομαι
English (LSJ)
Pass., wriggle down, Ar.Lys.722.
German (Pape)
[Seite 1394] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.
Russian (Dvoretsky)
κατειλυσπάομαι: соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατειλυσπάομαι: Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ κάτω διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ σχοινίου ὅπερ ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.