соскальзывать
From LSJ
Russian > Greek
περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, διολισθαίνω, διολισθάνω, κατολισθάνω, ἐνολισθαίνω, συγκατολισθαίνω, συγκατολισθάνω, ἐπολισθάνω, κατειλυσπάομαι, παρολισθαίνω, παρολισθάνω, καθερπύζω
περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, διολισθαίνω, διολισθάνω, κατολισθάνω, ἐνολισθαίνω, συγκατολισθαίνω, συγκατολισθάνω, ἐπολισθάνω, κατειλυσπάομαι, παρολισθαίνω, παρολισθάνω, καθερπύζω