κατηφοριά
Greek Monolingual
και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) κατήφορος
1. η κατωφέρεια, η κλίση του εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά
2. κατηφορικός δρόμος.
και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) κατήφορος
1. η κατωφέρεια, η κλίση του εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά
2. κατηφορικός δρόμος.