κατομβρία

English (LSJ)

ἡ, heavy rain, Lyd.Ost.30, al.: pl., ib.58.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, das Beregnen, Überschwemmen.

Greek (Liddell-Scott)

κατομβρία: ἡ, μεγάλη, ἰσχυρὰ βροχή, ἡ ἐκ τῆς βροχῆς πλήμμυρα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 30, κτλ.· πληθ., αὐτόθι 58.

Greek Monolingual

κατομβρία, ἡ (Μ)
κάτομβρος
η ραγδαία βροχή.