κατσιάζω

Greek Monolingual

κατσί
1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου
2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού
3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί.