κατσί1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί.