Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατσί

From LSJ

Greek Monolingual

το (Μ κατσίον και κατσί)
το γατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κατσί(ο)ν < κατ-ί(ο)ν, υποκορ. του κάτ(τ)α < λατ. cattus «γάτος»].