κατσουφιάζω
Greek Monolingual
1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός
2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούφος (< κατηφής) + -ιάζω].
1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός
2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούφος (< κατηφής) + -ιάζω].