κατωβλεπούσα

Greek Monolingual

η
η χαμηλοβλεπούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεπούσα (< βλέπω), πρβλ. αγγελοβλεπούσα, χαμηλοβλεπούσα].