χαμηλοβλεπούσα

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. αυτή που έχει στραμμένα τα μάτια της προς τα κάτω
2. προσωνυμία της Παναγίας
3. (κυρίως μτφ.) ντροπαλή, σεμνότυφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + βλέπω + κατάλ. -ούσα (πρβλ. μακρυ-μαλλ-ούσα)].