κατωμαγούλα

Greek Monolingual

κατωμαγούλα και καταμαγούλα, ἡ (Μ)
φαγητό που παρασκευαζόταν από την κάτω σιαγόνα του χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + μαγούλα. Ο τ. καταμαγούλα με αφομοίωση].