Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καυσόξυλο
Greek Monolingual
και καψόξυλο, το ξύλο που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ.καυσ.- του καίω+ -ξύλο (<ξύλο), πρβλ. μαγιό-ξυλο, τηλεγραφό-ξυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].