καψούλι

Greek Monolingual

και καψύλιο και καψύλλιο(ν), το
1. το εμπύρευμα.
2. περίβλημα φαρμάκων, κάψουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. capsule. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. καψύλλια, μαρτυρείται από το 1833 (έναρξη εκδόσεως) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].