Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καύνος
Greek Monolingual
καῡνος και καυνός, ὁ (Α) κλήρος, λαχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «κλήρος», οπότε θα πρέπει να προέρχεται από αμάρτυρο τ. καῦσνος].