λαχνός

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

ο (Μ λαχνός)
κλήρος
νεοελλ.
1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε»)
2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός»)
3. φρ. «ρίχνουμε λαχνό» — αποφασίζουμε με κλήρο για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχμός, με τροπή του συμφων. συμπλέγματος -χμ- σε -χν-].