καύτης

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, = καύστης, Dosiad. ara 2, 11, Schol. erkl. ἐνταφιαστής.

Russian (Dvoretsky)

καύτης: ου ὁ Anth. = καυτήρ.

Greek (Liddell-Scott)

καύτης: -ου, ὁ, = καύστης, καυτήρ, Ἀνθ. Π. 2. 11, ὁ ἐνταφιαστής.

Greek Monotonic

καύτης: -ου, ὁ, = καυτήρ, σε Ανθ.

Middle Liddell

καύτης, ου, = καυτήρ, Anth.]