κελαινιῶ, -άω (Α)είμαι μαύρος, μαυρίζω («κελαινιόωντι πέπλῳ», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε -ιάω, για μετρικούς λόγους].