μαυρίζω
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
(Μ μαυρίζω) μαύρος
1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος»)
2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας»)
3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, -η, -ο(ν)
θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή, πολλά σκοτεινιασμένη», Ζήν.)
νεοελλ.
1. γίνομαι μαύρος, παίρνω μαύρο χρώμα (α. «μαυρίζω από την πρώτη κιόλας μέρα που θα καθίσω στον ήλιο» β. «καθώς βλέπεις και μαυρίζει ήσκιος νέου κυπαρισσιού», Σολωμ.)
2. διακρίνομαι από μακριά συγκεχυμένα σαν μαύρο σημείο («κάτι μαυρίζει εκεί κάτω»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) α) ο μαύρος, αυτός που έχει μαύρο χρώμα («επήγ' η άγριά του ψυχή στο μαυρισμένον άδη», Ερωτόκρ.)
β) σκοτεινός
γ) κακός, σκληρός («καθώς οι χρόνοι εσύρανε κ' η μαυρισμένη ψυχή», Τζάνε)
4. μελανιάζω
5. ασχημαίνω
6. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω
7. κολάζω, τιμωρώ
8. μτφ. α) δίνω αρνητική ψήφο, καταψηφίζω («οι ψηφοφόροι μαύρισαν το κόμμα σας»)
β) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι από μεγάλη θλίψη ή ανεκπλήρωτο πόθο («μαύρισε η καρδιά μου μέχρι να τον πείσω να παντρευτούμε»)
9. φρ. α) «μαύρισε το φως μου» — έγινε θολή η όραση μου, σκοτείνιασε («εβούρκωσ' η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του», δημ. τραγούδι)
β) «μαύρισε το μάτι μου από την πείνα ή τη δυστυχία ή τη φτώχεια» — δεν αντέχω πια, απηύδησα
10. παροιμ. «του κοράκου ή του αράπη τα παιδιά όσο πάει και μαυρίζουν» — λέγεται για καταστάσεις οι οποίες συνεχώς επιδεινώνονται
μσν.
1. μουντζουρώνω («τὴν χέραν του ἐμαύρισεν αὐτὸς μὲ τὴν μελάνην»)
2. θλίβω πολύ, καταθλίβω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) α) μελανός («τοῦ 'πε ἡ Νένα μὲ ξερὰ χείλη καὶ μαυρισμένα»)
β) θυμωμένος («τ' ἄλλον του τὸ δεξιὸν ἤτονε μαυρισμένο ἀράθυμα ἐκοίταζε κ' ἔστεκε μανιωμένο»)
γ) βαμμένος.