κενεμεσία

Greek Monolingual

κενεμεσία, ἡ (Α)
ναυτία, αναγούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ἐμεσία «τάση για εμετό» (< ἐμῶ «κάνω εμετό»)].